- κερκοπίθηκος
- Γένος πιθήκων, πολύ διαδεδομένο στην τροπική Αφρική και στη ζώνη του ισημερινού. Το σώμα τους έχει το μέγεθος γάτας και είναι λεπτό και ευκίνητο. Τα μπροστινά τους άκρα μοιάζουν με τα πίσω, ενώ έχουν πολύ ανεπτυγμένο το μεγάλο δάχτυλο. Η ουρά τους είναι μακριά, αλλά όχι συλληπτήρια (δεν τα βοηθά να συλλέγουν την τροφή τους) και καλύπτεται από κοντές τρίχες σε όλο το μήκος της. Το κεφάλι τους φέρει στα πλάγια εσωτερικούς θύλακες. Οι κ. ζουν σε θερμές και υγρές περιοχές. Είναι δενδρόβιοι και έχουν μεγάλη ικανότητα να σκαρφαλώνουν και να εκτελούν άλματα από το ένα κλαδί στο άλλο· μπορούν επίσης να κολυμπούν. Ζουν σε μικρές ομάδες με επικεφαλής ένα αρσενικό άτομο, το οποίο σε περίπτωση κινδύνου ειδοποιεί τους συντρόφους του με κραυγές. Οι κ. τρέφονται με φρούτα, βλαστάρια και διάφορα έντομα. Προκαλούν ζημιές στις γεωργικές καλλιέργειες και εξημερώνονται εύκολα.
Τα πιο γνωστά είδη είναι ο γκριζοπράσινος κ. της Ερυθραίας, ο ασπρόλαιμος κ. της Σομαλίας και ο κ. ο πυγέρυθρος της κεντρικής και νότιας Αφρικής.
Το χαρακτηριστικό ρύγχος ενός κερκοπίθηκου, που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος στην ισημερινή και στην τροπική Αφρική.
* * *ο (Α κερκοπίθηκος)γένος πιθήκων που ανήκει στην οικογένεια κερκοπιθηκίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκος + πίθηκος. Η λ. κατέστη διεθνής επιστημονικός όρος, πρβλ. αγγλ. cercopithecus].
Dictionary of Greek. 2013.